H Αλληγορία του Σπηλαίου και.. εμείς!

 

«Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.»
Πολιτεία 7 , 514c , Μτφρ Ν.Σκουτερόπουλος




[514] (...) Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ᾽ ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλο μάκρος, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται εκεί μέσα από παιδιά κιόλας, αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα, (b) ώστε να μένουν στην ίδια θέση και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους· κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος, κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν από εκεί τα τεχνάσματα τους.

(...) Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σε αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα, που εξέχουν από το τειχάκι,[515]αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, (515) άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν και άλλοι είναι σιωπηλοί.

    - Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.

    - Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ· γιατί πρώτα-πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους έχουν ιδωμένο τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;

    - Μα πώς θα ήταν δυνατόν, είπε, (b) αφού σ᾽ όλη τους τη ζωή είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο;

    - Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται ; Τι άλλο από αυτά παρά μόνο τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες ;

    - Τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;

    - Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να μιλούν μεταξύ τους, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως οι ονομασίες που θα χρησιμοποιούσαν αφορούν τις σκιές που έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;

    - Κατ᾽ ανάγκην, είπε.

    - Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρινό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν έξω, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες θα πίστευαν ότι η φωνή δεν βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;

    - Μα το Δία, είπε, αναγκαστικά.(c)

    - Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να

    πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.

    - Ανάγκη αδήριτη, είπε.

    - Σκέψου τώρα, είπα εγώ, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η απαλλαγή τους από τα δεσμά και η γιατρειά τους από την πλάνη και την αφροσύνη, αν, όπως είναι φυσικό, τους συνέβαιναν τα εξής: Κάθε φορά που κάποιος από αυτούς θα λυνόταν και θα αναγκαζόταν ξαφνικά να σηκωθεί και να στριφογυρίζει το κεφάλι και να περπατάει και να βλέπει προς τα πάνω το φως (d) -και όλα αυτά πονώντας πολύ και αδυνατώντας από την εκτυφλωτική λάμψη να κοιτάζει εκείνα τα πράγματα που ώς τώρα έβλεπε τις σκιές τους- τι φαντάζεσαι πως θα έλεγε ο άνθρωπος αυτός αν κάποιος του έλεγε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν ανοησίες κι ότι τώρα είναι κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα και έχοντας στραφεί σε αντικείμενα πιο πραγματικά βλέπει τώρα σωστότερα; Ιδίως μάλιστα αν δείχνοντάς του καθένα από τα αντικείμενα που θα περνούσαν από μπροστά τον ρωτούσε και τον υποχρέωνε να απαντήσει τι είναι το καθένα τους. Δεν νομίζεις ότι ο άνθρωπος εκείνος θα τα ᾽χανε και θα πίστευε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν αληθινότερα απ᾽ ό,τι αυτά που του έδειχναν τώρα;

    - Και πολύ μάλιστα.(e)

    - Κι άμα θα τον ανάγκαζε να κοιτάζει σε αυτό καθαυτό το φως, δεν θα αισθανόταν έντονο πόνο στα μάτια και δεν θα προσπαθούσε να το αποφύγει στρέφοντας το βλέμμα του πάλι σ᾽ εκείνα που μπορεί να τα βλέπει, και δεν θα νόμιζε ότι αυτά είναι στ᾽ αλήθεια πιο σαφή και ευκρινή από όσα του δείχνουν τώρα;

    - Έτσι, είπε. Αν, τέλος, είπα εγώ, κάποιος τον τραβούσε διά της βίας προς τα έξω από ένα ανέβασμα κακοτράχαλο και απότομο, και δεν τον άφηνε προτού να τον βγάλει στο φως του ήλιου,[516] άραγε ο δεσμώτης δεν θα πονούσε και δεν θα αγανακτούσε που τον τραβολογούσαν, κι όταν θα έβγαινε στο φως, έτσι καθώς τα μάτια του θα ήσαν πλημμυρισμένα από την εκτυφλωτική λάμψη, δεν θα του ήταν εντελώς αδύνατο να διακρίνει έστω ένα από τα πράγματα, για τα οποία του λένε τώρα πως είναι αληθινά;

    - Θα του ήταν αδύνατον, είπε· έτσι στα ξαφνικά τουλάχιστον.

    - Θα χρειαζόταν, νομίζω, κάποιος χρόνος προσαρμογής, προκειμένου να αντικρίσει τα πράγματα επάνω. Έτσι, πρώτα-πρώτα, θα διέκρινε ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων στο νερό κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα· κι από αυτά όσα είναι στον ουρανό, και αυτό τον ίδιο τον ουρανό, (b) θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα με το φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, με τον ήλιο και το φως του.

    - Ασφαλώς.

    - Και τελευταίο απ᾽ όλα θα μπορούσε να αντικρίσει τον ήλιο, όχι είδωλά του στο νερό ή σε κάποια θέση άλλην από τη δική του, αλλά τον ήλιο αυτόν καθαυτόν στον δικό του τόπο και να θεαθεί τη φύση του.

    - Κατ᾽ ανάγκην, είπε.

    - Και ύστερα από αυτά θα έφθανε να συλλάβει με το λογισμό του ότι αυτός, (c) ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και που κατά κάποιον τρόπο είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες.

    - Προφανώς, είπε, αυτό θα είναι το επόμενο συμπέρασμά του.

    - Λοιπόν; Καθώς θα ξαναθυμάται τον τόπο, στον οποίο έμενε πρώτα, και τη «σοφία» που είχαν εκεί, και τους συγκρατούμενούς του, δεν νομίζεις ότι θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για την αλλαγή, ενώ για εκείνους θα αισθάνεται οίκτο;

    - Και πολύ μάλιστα.

    - Κι αν υποθέσουμε ότι οι δεσμώτες είχαν θεσπίσει τότε κάποιες τιμές και επαίνους μεταξύ τους και βραβεία για όποιον διέκρινε καθαρότερα απ᾽ όλους τα αντικείμενα που περνούσαν μπροστά τους, (d) και για όποιον συγκρατούσε στη μνήμη του ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια ύστερα και ποια πήγαιναν μαζί με ποια, έτσι που βάσει αυτού να έχει εξαιρετική ικανότητα στο να μαντεύει τι επρόκειτο να περάσει κάθε φορά, έχεις μήπως τη γνώμη ότι ο άνθρωπος αυτός θα φλεγόταν από την επιθυμία για τέτοια πράγματα και ότι θα ζήλευε όσους τιμούνταν εκεί και είχαν δύναμη και αναγνώριση; Ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος και διακαώς θα επιθυμούσε «πάνω στη γη να ζούσε κι ας ξενοδούλευε σε κάποιον άκληρο» και να υπέφερε οτιδήποτε παρά να νομίζει τέτοια πράγματα και να ζει όπως εκείνοι;(e)

    - Έτσι νομίζω κι εγώ, είπε· θα προτιμούσε να είχε πάθει οτιδήποτε παρά να ζει εκείνη τη ζωή.

    - Συλλογίσου τώρα και τούτο, είπα εγώ. Αν ένας άνθρωπος σαν αυτόν κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και καθόταν στην ίδια θέση, άραγε τα μάτια του δεν θα ήταν γεμάτα σκοτάδι, καθώς θα ερχόταν έτσι απότομα από το φως του ήλιου;

    - Βεβαιότατα

    - Κι αν θα χρειαζόταν να παραβγεί πάλι με εκείνους τους παντοτινούς δεσμώτες προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα είναι αδύναμη προτού να προσαρμοστούν τα μάτια του, κι ο χρόνος της προσαρμογής όχι πολύ σύντομος, [517] άραγε δεν θα γινόταν περίγελως και δεν θα έλεγαν γι᾽ αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα από εκεί πάνω που ανέβηκε, και ότι δεν αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω; Κι όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει και να τους ανεβάσει επάνω, αυτόν, αν θα μπορούσαν με κάποιον τρόπο να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;

    - Ασφαλώς, είπε.

    - Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε Γλαύκων, πρέπει να την συνδέσουμε ολόκληρη με όσα λέγαμε πρωτύτερα, (b) και να συγκρίνουμε την περιοχή που μας εμφανίζεται διαμέσου της όρασης με την κατοικία στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου· κι αν παραβάλεις το ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέα των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα πέσεις μακριά από τη δική μου πίστη, μια που θέλεις να την ακούσεις. Αν είναι αληθινή, το ξέρει ο θεός. Σ᾽ εμένα πάντως το πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής: (c) Στη σφαίρα της γνώσης, γίνεται ορατή, τελευταία και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς να την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε καλού και ωραίου πράγματος για όλα τα όντα -αυτή η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρισε αλήθεια και λογισμό και ότι την ιδέα αυτή του αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρίσει όποιος μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα.

    - Συμφωνώ, είπε, κι εγώ μαζί σου, με τον τρόπο βέβαια που μπορώ.

    - Έλα τότε λοιπόν, είπα εγώ, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ώς εδώ δεν θέλουν να καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους νιώθουν την επιθυμία να μένουν εκεί στα ψηλά· (d) και είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.

    - Βεβαίως είναι φυσικό, είπε.

    - Το νομίζεις, τότε, παράξενο, είπα εγώ, αν κάποιος, ύστερα από εκείνη τη θέαση πραγμάτων θεϊκών, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς ακόμη η όρασή του είναι ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου, αναγκάζεται να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές τις σκιές και να πολεμάει με πάθος τις δοξασίες που έχουν γι᾽ αυτά άνθρωποι, (e) οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την έχουν αντικρίσει ποτέ τους;

    - Δεν το νομίζω διόλου παράξενο, είπε.

    - Όποιος όμως έχει νου, είπα,[518] θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι οι συγχύσεις που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα ᾽χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια ασυλλόγιστα αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωρεί από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; (b) Κι έτσι τη μια ψυχή θα την καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τη ζωή της, ενώ για την άλλη θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα είχε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ᾽ ό,τι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ από ψηλά, από το φως.

    - Πάρα πολύ μετρημένα, είπε, τα λόγια σου.

    - Τότε, είπα, αν αυτά είναι αληθινά, πρέπει κι εμείς να παραδεχθούμε τα εξής σχετικά με αυτά: Ότι δηλαδή η παιδεία δεν είναι ό,τι ισχυρίζονται γι᾽ αυτήν κάποιοι, οι οποίοι έχουν για επάγγελμά τους την εκπαίδευση. (c) Ισχυρίζονται δηλαδή ότι μέσα στην ψυχή δεν υπάρχει γνώση κι ότι κατά κάποιον τρόπο τη γνώση την βάζουν αυτοί στην ψυχή, περίπου σαν να έβαζαν όραση σε μάτια τυφλών.

    - Το ισχυρίζονται πράγματι, είπε.

    - Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το εργαλείο, με το οποίο καθένας μαθαίνει. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή της γένεσης στην άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρίζει το ον και την πιο αστραφτερή λάμψη του όντος· κι υποστηρίζουμε ότι αυτό είναι το αγαθό. (d) Δεν είναι έτσι;

    - Ναι.

    - Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη για αυτό το πράγμα, για την μεταστροφή της ψυχής, με ποιον τρόπο δηλαδή η μεταστροφή θα συντελεστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, -όχι πώς θα εμφυτευθεί στο όργανο αυτό η δύναμη της όρασης, αλλά θεωρώντας δεδομένο ότι το όργανο διαθέτει αυτή τη δύναμη κι ότι απλώς δεν είναι στραμμένο στη σωστή διεύθυνση και δεν κοιτάζει προς τα εκεί που θα έπρεπε, να μηχανευτεί η τέχνη της παιδείας έναν τρόπο ώστε αυτό να κατορθωθεί.

    - Έτσι φαίνεται, είπε.

(μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)


  Στην αλληγορία του σπηλαίου λοιπόν, ο Πλάτωνας μας μεταφέρει τη συζήτηση του Σωκράτη με τον Γλαύκωνα ( ο Γλαύκων ήταν και αδελφός του Πλάτωνα) στην οποία ο Σωκράτης μοιράζεται μία «αλλόκοτη» σκηνή και όσο διαβάζουμε αυτές τις γραμμές το νόημα της αναδύεται, πολλές φορές, αυθόρμητα. Μάλιστα , αν θελήσουμε να δώσουμε «νόημα» ή «ερμηνεία» στα παραπάνω, σίγουρα θα έχουμε δεκάδες διαφορετικές ερμηνείες , ανάλογες με το σημείο.. θέασης μας! 

   Οι άνθρωποι δεν διαφέρουμε πολύ από τους δεσμώτες της σπηλιάς, από μικρά παιδιά τοποθετούμαστε σε έτοιμα «καλούπια» σχετικά με το τι είναι καλό και τι κακό, πως χρειάζεται να συμπεριφερόμαστε, ποιες είναι οι επιτρεπτές νόρμες για να ζήσουμε με αυτές και σε κάθε περίπτωση με έτοιμες γνώσεις που οι προηγούμενοι αφήνουν στους επόμενους. Αυτοί οι «κανόνες» διαβίωσης δεν είναι απαραίτητα «κακοί», ωστόσο μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα όταν δεν επανεξετάζονται με τα μάτια του σήμερα και δεν επαληθεύονται από τα αποτελέσματα που μας έχουν  δώσει. 

   Υπάρχουν πολλές σπηλιές μέσα στις οποίες «εγκλωβιζόμαστε»  οι άνθρωποι, δίνοντας το ελεύθερο στις εξωτερικές συνθήκες να γίνουν τα δεσμά μας και στη συνέχεια κατηγορούμε αυτές τις «συνθήκες» που μας περιόρισαν. Επίσης πολλές φορές, αν όχι πάντα,  αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις όπως νομίζουμε πως έχουν και όχι όπως πραγματικά έχουν,  όπως έβλεπαν και εκείνοι οι δεσμώτες τις σκιές στους τοίχους και τις θεωρούσαν ως τα πραγματικά αντικείμενα. Είναι στη φύση μας , ή μάλλον την κουλτούρα μας που την κάναμε δεύτερη φύση μας,  να δημιουργούμε υποθέσεις και σενάρια τα οποία όμως, προκαλούν μεγαλύτερη σύγχυση από όση θα μπορούσε να προκληθεί αν απλώς παρατηρούσαμε τα γεγονότα ως έχουν. 

   Γιατί όμως αυτοί οι δεσμώτες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ σκιάς και αληθινού αντικειμένου; Βρίσκονταν σε συσκώτιση βλέπεις, πνευματική και σωματική. Τα μάτια τους είχαν συνηθίσει στο ημίφως (που και αυτό δεν προερχόταν από αληθινό φως) και το πνεύμα τους (η νοητική τους αντίληψη) βρισκόταν και αυτό σε λήθαργο. Ένας άνθρωπος σε λήθαργο δεν έχει την δυνατότητα να δει τα γεγονότα ως έχουν, επομένως για να μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα θα χρειαστεί να αναγνωρίσει την κατάσταση του και να περάσει από τον λήθαργο και την άγνοια στην γνώση. Με πρώτο βήμα, φυσικά, τη γνώση της άγνοιας του, την αναγνώριση πως βρίσκεται σε λήθαργο. 

    Τα πρώτα βήματα θα έχουν πόνο, μιας και χρειάζεται να αναθεωρήσουμε τα όσα παίρναμε ως δεδομένα μέχρι εκείνη τη στιγμή και στην συνέχεια θα χρειαστούμε χρόνο για να μπορέσουμε να δούμε τον κόσμο με νέα μάτια, τα μάτια μας θα χρειαστούν έναν συγκεκριμένο χρόνο προσαρμογής. Η σκέψη μας και η συμπεριφορά μας θα μπουν στο μικροσκόπιο , θα ξεκινήσουμε να βλέπουμε πρώτα στους άλλους τις αδύναμες συμπεριφορές και τα κακώς κείμενα και έπειτα θα κοιτάξουμε και στον «καθρέφτη» για τα δικά μας. Κάποιες από τις συμπεριφορές των άλλων θα μας ενοχλήσουν γιατί ίσως καθρεφτίζουν κάτι δικό μας και άλλες πάλι θα μας ενοχλήσουν γιατί είναι αντίθετες με τις αρχές μας. 

    Φτάνοντας στο σημείο που θα καταφέρουμε να δούμε καθαρά , πολλά θα αλλάξουν γύρω μας μα και μέσα μας. Συμπεριφορές που μέχρι χθες πυροδοτούσαν κάτι δικό σου, μετά δεν θα έχουν ιδιαίτερη σημασία όπως επίσης η σκέψεις σου, οι λέξεις σου, το σώμα σου γίνονται ενεργοί καθοδηγητές και ταυτόχρονα φίλτρα για τα όσα δέχεσαι και τα όσα απορρίπτεις. Από την άγνοια της κατάστασης σου , περνάς στην γνώση της αλλαγής και την αποδοχής των γεγονότων ως είναι. 

    Και σκέψου να συναντηθείς ξανά με έναν άνθρωπο , με τον οποίο βρισκόσασταν στο ίδιο σημείο πριν κάποιο καιρό. Θα σκεφτεί (ή μπορεί και να στο πει),

«Άλλαξες» ,

«Φέρεσαι περίεργα» , 

«Δεν είσαι ίδιος» ,

μπορεί να το έχεις σκεφτεί και εσύ για άλλους ανθρώπους ( φίλους , συγγενείς , γνωστούς). 

Γιατί πλέον δεν είστε στο ίδιο σημείο θέασης , μπορεί να σε περάσουν ( ή και να τους περάσεις) για «τρελό» αφού πλέον βρίσκεστε σε «διαφορετικές πραγματικότητες» . 

Και εκεί έρχεται το πρώτο σημείο αποδοχής, αποδέχομαι τον εαυτό μου και τους άλλους ως είναι. Δεν αποδέχομαι για όλα όσα θα ήθελα ή θα προσπαθούσα να είναι μα ως είναι, 

«Όποιος όμως έχει νου, είπα,[518] θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών είναι οι συγχύσεις που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή, όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα ᾽χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια ασυλλόγιστα αλλά θα προσπαθεί να διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνειΕίναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή προχωρεί από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; » 

  Έτσι μοιάζει το ταξίδι της προσωπικής ανάπτυξης, το ταξίδι της ζωής ή ακόμη και αυτό το ταξίδι του ξυπνήματος από όλα όσα θεωρούσαμε πραγματικότητα μας ή δεδομένα και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου αλλάζουν. Από την περιορισμένη μας θέαση σε μία ευρύτερη θέαση των καταστάσεων και της ζωής μας , θα περάσουμε από αρκετές διακυμάνσεις και είναι όλες μέρος του ταξιδιού. Και το σημείο στο οποίο θα κατονοήσουμε πως «κάτι αλλάζει» ή κάτι «δεν μπορεί να συνεχιστεί» , είναι το σημείο που θα περάσουμε από την άγνοια στη γνώση. Θα περάσουμε όλοι από αυτά τα σημεία στη ζωή μας; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. 

Και είναι εντάξει, άλλος ο χρόνος ο δικός σου και άλλος ο δικός μου. Μπορεί τα γεγονότα και οι καταστάσεις να μην έχουν ωριμάνσει για εμένα ενώ για εσένα να είναι έτοιμες. Εκκινώ από όσα μπορώ να αλλάξω και να αγκαλιάσω, εκκινώ από εμένα γιατί τα δικά μου όρια γνωρίζω ή προσπαθώ να γνωρίσω. Αν «τραβήξω» τον άλλον , ίσως του κάνω και κακό.. δεν ξέρω πόσο δυνατά είναι τα δεσμά του ή για πόσο καιρό τα φοράει ..

Τώρα , όλα τα υπόλοιπα είναι τροφή για σκέψη! 


Παρα..Φιλοσοφίες

Γεωργία Σώρου


Σχόλια

Αγαπημένα σας άρθρα