Ο θαλασσινός μας ποιητής: Ν. Καββαδίας - 10/2/1975

  Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 ο ποιητής των θαλασσών πεθαίνει, μόλις τρεις μήνες αφότου βγήκε από την θάλασσα.. Σαράντα χρόνια μέσα της, παρέα με ανθρώπους κάθε τάξης, άλλοι διανοούμενοι και άλλοι περιθωριακοί. Το βιωματικό στοιχείο στα ποιήματα του είναι το πιο αυθεντικό από σχεδόν όλους τους βιωματικούς μας ποιητές. Ο μεγάλος συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος ανέλαβε το δύσκολο έργο της μελοποίησης των ποιημάτων του. Έχει μελοποιήσει σχεδόν κάθε γνωστό σε εμάς σήμερα τραγούδι μη γνωρίζοντας πολλοί, πως ο στιχουργός δεν είναι άλλος από τον Νίκο Καββαδία.

  Λάτρης της τέχνης, του Σεζάν και του Γκόγια πριν ακόμα γίνουν γνωστοί στην Ελλάδα, όπως και του Γκαρθία Λόρκα, πνεύμα ελεύθερο όπως και η θάλασσα. Αμαρτωλός για τους καθώς πρέπει ''νοικοκυραίους'' της εποχής του, αφού η συμπάθεια του επεκτεινόταν και στον περιθωριακό κόσμο, στις πόρνες και στους ομοφυλόφιλους. Ένας χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε ήταν αυτός του ''καταραμένου ποιητή'', τίτλο που του έδωσε ο σύντροφος του στην ελληνική αριστερά Κ. Βάρναλης και ο Α.Καμπάνης. Καταραμένος γιατί οι ναυτικοί και οι καπετάνιοι  ''έχουν την ψυχή στο διάολο πουλημένη'', όπως και γιατί επηρεάστηκε από τον Μπωντλαίρ,  Άλμπατρoς εκείνος, Μαραμπού ο Καββαδίας. Οι ναρκωτικές ουσίες γεμίζουν πολλά ποιήματά του και σε συνδυασμό με την δική του τάση να αποδέχεται κάθε λογής άνθρωπο και τις στάμπες στο κορμί του, ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν αναπόφευκτος.


   Στα ποιήματά του εκτός από τις θαλασσινές λέξεις, τα ναρκωτικά, τις πόρνες, φαίνονται και τα ''στίγματα'' ή οι ''στάμπες'' που έκαναν οι ναυτικοί. Ο ποιητής είχε πάνω του πολλά τέτοια στίγματα, με αυτό που ξεχώριζε την γοργόνα στο αριστερό του χέρι. Ο ίδιος δεν έκανε ποτέ οικογένεια, αφού ήταν ορκισμένος στην θάλασσα, έτσι αυτή η γοργόνα ήταν η πιστή του σύντροφος και ο λόγος που όπως έλεγε ο ίδιος ξυπνούσε κάθε πρωί. Όπως έλεγε πήγαινε μόνο με πόρνες χωρίς να έχει ερωτευτεί ποτέ. Ο έρωτας όμως τον επισκέφτηκε, και ας μην είχε προοπτική, δύο χρόνια πριν πεθάνει και εκείνος πήρε πίσω ότι είχε πει για αυτόν.Η  ''Φάτα Μοργκάνα'' τον μαρτυρά,

Πουθ'άρχεσαι; Από την Βαβυλώνα.

Που πας; Στο μάτι του Κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πως την λένε; Φάτα Μοργκάνα.
 








  Το βράδυ εκείνο της δεκάτης του Φεβρουαρίου, τα τελευταία του λόγια ήταν ''αδερφή έγινε αυτό που φοβόμουν, πεθαίνω στην ξηρά ενώ εγώ ήθελα να πεθάνω και να ταφώ στην θάλασσα''. Σήμερα τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες και με την πολύτιμη δουλειά του Θάνου Μικρούτσικου τραγουδιούνται και θα συνεχίσουν να τραγουδιούνται κρατώντας τον ζωντανό στις μνήμες μας κάθε φορά που το βλέμμα μας συναντά την θάλασσα.






Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου που χάϊδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γεμάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Αγαπημένα σας άρθρα