Μία φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα τόπο μακρινό ένας Θεός, το όνομά αυτού Έρωτας. Ήταν ο ωραιότερος και ο πιο αγαπητός από όλους τους θεούς, ζούσε μόνος του στην κορυφή ενός απόμακρου βουνού. Όλοι ήθελαν να είναι κοντά του, να μιλούν μαζί του, να τον αισθάνονται σαν κομμάτι του εαυτού τους. Πολλοί μάλιστα μόνο όταν βρίσκονταν μαζί του ένιωθαν ότι είχαν ζωή. Ήταν τόσο οικείος και ταυτόχρονα τόσο απόμακρος, το σπίτι του δύσβατο όποιος ήθελε πολύ μόνο να φτάσει, έφτανε. Οι απλοί άνθρωποι έφτιαχναν μύθους και θρύλους για εκείνον, από την μία ήταν θεός γιατί έδινε νόημα στην ζωή των απλών θνητών, από την άλλη όμως δαίμονας γιατί πολλοί είχαν τρελαθεί εξαιτίας του.
Εκείνος δεν χαλούσε ποτέ χατίρι σε κανέναν, όποιον κατάφερνε να φτάσει στο σπίτι του τον καλοδεχόταν, του προσέφερε απλόχερα ευτυχία, ζωντάνια, δύναμη. Μικρές στιγμές ευτυχίας ως απόθεμα για τις δύσκολες ώρες που μπορεί να τύχαιναν στην ζωή τους. Αυτό άλλωστε έλεγε, ''Η ζωή είναι μικρές στιγμές, ευτυχίας, λύπης, πόνου, χαράς... Μικρές στιγμές που πλαισιώνουν μία ολόκληρη ζωή.'' Κάθε φορά που έβλεπε δύο ανθρώπους να φτάνουν σε αυτόν η χαρά του ήταν διπλή, πονούσε κάθε φορά που έβλεπε έναν μόνο επισκέπτη. Ο δρόμος είναι μεγάλος και δύσκολος για να τον περπατήσει κάποιος μόνος του χωρίς συνοδοιπόρο και πόσο μάλλον για να καταφέρει να φτάσει σε εκείνον.
Αυτό που τον έκανε να διαφέρει από τους υπόλοιπους θεούς, και για αυτό ήταν μάλλον ο πιο αγαπητός, ήταν το γεγονός πως τους δεχόταν όλους στο μικρό του σπίτι. Δεν τον ενδιέφερε να μάθει όνομα, ηλικία, φύλο και καταγωγή. Πολλοί θεοί τον μισούσαν για αυτό, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως γίνεται ολόκληρος θεός να αποδέχεται κάθε άνθρωπο και να επιτρέπει να δειπνούν μαζί του κάθε λογής θνητοί. Εκείνο που δεν ήξεραν όμως, και αυτό που τον έκανε ξεχωριστό, ήταν πως ο Έρωτας δεν μπορούσε να δει, ήταν τυφλός αλλά όχι εκ γενετής, για αυτό και δεν έδινε σημασία σε ανούσιες ταμπέλες και περίπλοκες λέξεις που δυσκόλευαν τον έργο του.
Τα μάτια είναι σκληροί κριτές, εντοπίζουν ατέλειες, ''λάθη'', λειτουργούν απλά και μόνο σαν όργανα του σώματός μας που σχετίζονται άμεσα με το αίσθημα λογικής και ηθικής των ανθρώπων. Ο χαρακτήρας του Έρωτα όμως δεν ήταν αυτός... Ήταν θεός ρομαντικός, λίγο τρελός, γεμάτος περιέργεια και ενδιαφέρον για το καινούριο και η όραση του μόνο σαν εμπόδιο στεκόταν στην ζωή του. Από τότε αποφάσισε πως μοναδικός οδηγός και σύμμαχος του θα ήταν η καρδιά και το μυαλό του. Έκλεισε τα μάτια του και ποτέ δεν είδε ξανά ούτε πρόσωπα, ούτε χρώματα, μόνο συναισθήματα να τον κατακλύζουν. Πλέον μόνο η καρδιά του έκρινε, και η καρδιά δεν έκρινε ούτε μία φορά λάθος, εμπιστευόταν πια το όργανο εκείνο που κρατά τους θνητούς στην ζωή.
Τα χρόνια πέρασαν οι άνθρωποι άλλαξαν, πλησίασαν περισσότερο προς τους Θεούς και όχι προς τον άνθρωπο, προς την ανθρώπινη φύση τους. Ένιωσαν παντοδύναμοι και πως όλα μπορούσαν να τα καταφέρουν μόνοι τους. Οι υπόλοιποι θεοί παρέδωσαν τα όπλα τους μα ο Έρωτας ζούσε στο ίδιο σπίτι με την ίδια κλειδαριά, εκεί. Σαν θεός και όχι άνθρωπος. Οι θνητοί συνεχίζουν να τον επισκέπτονται. Μικροί δαίμονες με ονόματα περίεργα όπως Αλαζονεία, Δυσπιστία, Απογοήτευση, Κακία, έχουν κάνει την εμφάνιση τους στον δύσκολο δρόμο και εμποδίζουν με κάθε τρόπο τον επισκέπτη να φτάσει. Μοναδικός του φίλος ο Χρόνος, ο γιατρός εκείνος που τον βοήθησε το βράδυ που έκλεισε μια για πάντα τα μάτια του προς την πραγματικότητα. Στέκεται δίπλα του περιμένοντας καρτερικά τους επισκέπτες, σύμμαχος και βοηθός σε όποιον φτάνει μόνος ή με παρέα.
Ο Έρωτας ζει ακόμα σε εκείνο το δύσβατο μέρος που μόνο οι θαρραλέοι πηγαίνουν και εκείνοι που επαναπαύονται στις επιφανειακές και χωρίς νόημα συναντήσεις μένουν στα ρηχά. Ο Έρωτας και ο Χρόνος κατοικούν μέσα μας, μέσα μας γίνεται και το ταξίδι. Η επιλογή είναι δική μας, είτε θα εμπιστευτούμε την καρδιά μας ή θα αφήσουμε την όραση σαν την Σκύλλα και την Χάρυβδη να μας παραπλανά με τα ''πρέπει'' και τα ''μη'', αποτρέποντας μας να τελειώσουμε το ταξίδι. Μπορεί να είναι ένα ακόμα παραμύθι, μα τα παραμύθια θα μας οδηγήσουν κάποια στιγμή στην αλήθεια. Άλλωστε ποιος δεν συμφωνεί με τον Μικρό Πρίγκηπα πως , ''μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία τα μάτια δεν την βλέπουν'' ;!
Μέρος ενός παραμυθιού ήταν και εκείνος, ενός παραμυθιού όμως που κλείνει μέσα του όλη την αλήθεια της ζωής!
Υ.Γ Λίγη αστερόσκονη πάντα χρειάζεται...
Η φωτογραφία ανήκει σε έναν υπέροχο άνθρωπο, τον Μάνο, που η δημιουργικότητα και η ευαισθησία του δημιουργούν τόσο όμορφα αποτελέσματα. Ένα αντικλείδι για ό,τι λείπει στον καθένα και για ό,τι θέλει πολύ... Τον ευχαριστώ και του στέλνω μπόλικη από την αστερόσκονη του παραμυθιού!
Κείμενο
© Γεωργία Σώρου
© Παρα..Φιλοσοφίες
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου